-
1 αποπληρωσις
-
2 καταράσσω
A dash down, break in pieces, ὁ παῖς ἐμπεσὼν κατήραξε (sc. τὴν κύλικα) Hippon.38:—[voice] Pass.,ἡ θύρη κατήρακται Herod.2.63
: metaph., διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα cj. for ταράττειν in Luc.Dem.Enc.38; esp. of a broken and routed army, ;κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας D. 23.165
; , cf. D.H.9.58, Arr.An.5.17.2: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Plu.Caes.44.II of sea-birds, κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὐτῶν dash down head foremost, Arist.Mir. 836a13: but more freq.2 intr., fall down, fall headlong, Clearch.44; of rain, Arist.Mu. 392b10; of rivers, εἰς τὸ Χάσμα κ. D.S.17.75, cf. Plb.10.48.7, Str.14.4.1: c. gen., τοῦ ἀγγείου, of a stream of water, Gal.10.554. (Freq. written καταρρ-, augm. κατερρ-, in part perh. correctly, if fr. κατα-ρρᾱσσω, cf. ῥάσσω, ἐπιρράσσω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταράσσω
-
3 τύπος
A blow, τ. ἀντίτυπος Orac. ap. Hdt.1.67; beat of horses' hoofs, v.l. for κτὺπος in X.Eq.11.12;αἰθερίου πατάγοιο τ. βρονταῖον ἀκούων Nonn.D.20.351
; so perh.νάβλα τ. Sopat.16
.II the effect of a blow or of pressure:1 impression of a seal,τύποι σφενδόνης χρυσηλάτου E.Hipp. 862
, cf. Pl.Tht. 192a, 194b, Chrysipp.Stoic.2.23, Luc.Alex.21;τ. ἐνσημήνασθαί τινι Pl.R. 377b
; stamp on a coin,τὰ ἀκριβῆ τὸν τ. Luc.Hist.Conscr.10
, cf. Hero *Mens.60, Hsch. s.v. Κυζικηνοι στατῆρες; on a branding-iron,ὄ τ. τοῦ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ ἢ πίθηκος Luc.Pisc.46
: generally, print, impression,χύτρας τύπον ἀρθείσης ἐν σποδῷ μὴ ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ συγχεῖν Plu.2.727c
, cf. 982b, Iamb.Protr.21. κθ', Gp.2.20.1; στίβου γ' οὐδεὶς τ. no footprint, S.Ph.29 (v.l. κτύπος) ; ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς (sc. τοῦ βραχίονος) κεῖται τύπος thy imprint, (O arm), E.Tr. 1196 (σῷ cj. Dobree); τ. ὀδόντων imprint of teeth, AP6.57.5 (Paul. Sil.); print,βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τ. τῶν ἥλων Ev.Jo.20.25
;οἱ τ. τῶν πληγῶν Ath.13.585c
.b impressions supposed by Democr. and Epicur. to be made on the air by things seen, and to travel through space, Thphr. Sens.52, Epicur.Ep.1p.9U., Nat.2.6, al.;ὁ θεὸς.. πνεῦμα ἐνεκέρασεν [τοῖς ὀφθαλμοῖς] οὕτως ἰσχυρὸν καὶ φιλότεχνον ὥστε ἀναμάσσεσθαι τοὺς τ. τῶν ὁρωμένων Arr.Epict.2.23.3
.2 hollow mould or matrix, , cf.Pr. 892b2; used by κοροπλάθοι, D.Chr.60.9, Procl. in Ti.1.335, 394 D., cf. Hsch. s.v. χοάνη; by fruit-growers, to shape the fruit while growing, Gp. 10.9.3; die used in striking coins, metaph.,Κύπριος χαρακτήρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται τεκτόνων πρὸς ἀρσένων A.Supp. 282
.3 engraved mark, engraving, δέλτον χαλκῆν τύπους ἔχουσαν ἀρχαίων γραμμάτων engravings of letters, i. e. engraved letters, Plu.Alex.17, cf. Pl.Phdr. 275a;τὰ γεγραμμένα τύποις Id.Ep. 343a
; τὸ μέτρον τοῦ ποδὸς ὑποτέτακται τούτοις τοῖς τ. the length of the foot is subjoined in this engraving, Rev.Bibl.35.285 ([place name] Jerusalem).4 the depression between the underlip and chin, Poll.2.90.IV figure worked in relief, whether made by moulding, modelling, or sculpture,αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138
, cf. 106, 136, 148, 153;θεοῦ τ. μὴ ἐπίγλυφε δακτυλίῳ Iamb.Protr.21
.κγ; ;χρυσοκόλλητοι τ. Id.Rh. 305
;τ. ἀργυροῦς IG22.1533.30
, 11(2).161 B77, cf. 115 (Delos, iii B. C.); τύπους ἐργάσασθαι καὶ παρέχειν ib.42(1).102.36 (Epid., iv B. C.); tablet bearing a relief, καθελέσθαι τοὺς τ. καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ib. 22.839.30, cf. 56, al.;τ. Ἔρωτα ἔχων ἐπειργασμένον Paus.6.23.5
;τῶν τ' ἄλλων ὧν τύπος εἰκόν' ἔχει IG2.2378
, cf. 22.2021.8, 3.1330.5;ἐνταῦθά εἰσιν ἐπὶ τύπου γυναικῶν εἰκόνες Paus.9.11.3
; πεποιημένα ἐν τύπῳ in relief, Id.2.19.17; typos scalpsit, Plin.HN35.128; impressā argillā typum fecit, ib. 151; πρὸς Ναυσίαν περὶ τοῦ τ., title of speech by Lysias, Suid. s.v. λιθουργική; Γάλλοι.. ἔχοντες προστηθίδια καὶ τύπους Plb. 21.37.6, cf. 21.6.7.V carved figure, image,ποιεῦνται ξύλινον τ. ἀνθρωποειδέα, ποιησάμενοι δὲ ἐσεργνῦσι τὸν νεκρόν Hdt.2.86
;τ. ποιησάμενος λίθινον ἔστησε· ζῷον δέ οἱ ἐνῆν ἀνὴρ ἱππεύς Id.3.88
; χρυσέων ξοάνων τύποι, periphr. for χρύσεα ξόανα, E.Tr. 1074(lyr.); γραφαῖς καὶ τ. paintings and statues, Plb.9.10.12; γραπτοὶ τ. prob. painted pediment-figures, E.Fr. 764, cf. Isoc.9.74, AP7.730 (Pers.); idol, graven image, LXX Am.5.26, J.AJ1.19.10.2 exact replica, image, as children are called the τύποι of their parents, Artem. 2.45; τ. λογίου Ἑρμοῦ, of Demosthenes, Aristid.2.307 J.VI form, shape, ; ; ; ἀγγείου Crates Gramm. ap. Ath.11.495b;τὸν ἄρτον ἔχειν ἴδιον τ. OGI56.73
(Canopus, iii B. C.);οἱ τ. τῶν γραμμάτων D.H.Dem.52
;ὁ τ. τῶν χαρακτήρων Plu.2.577f
;τοὺς τ. τῶν συλλαμβανομένων Sor.1.39
; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τ., periphr. for H. himself, A.Th. 488;Γοργείοισιν εἰκάσω τ. Id.Eu.49
; ὄμφακος τ., = ὄμφαξ, S.Fr.255.5;βραχιόνων ἡβητὴς τ. E.Heracl. 858
; features,IG
14.2135 ([place name] Rome), cf. Max. Tyr. 31.3, Adam. 1.4.2 thing having a shape, οὐλοφυεῖς.. τ. χθονὸς ἐξανέτελλον undifferentiated forms rose from the earth, Emp.62.4; τ. τις πορφυροῦς κατὰ χρόαν, τῷ σχήματι ἐμφερὴς κιβωρίου θύλακι (viz. the placenta) Sor.1.57.3 form of expression, style,ὁ πραγματικὸς τ. [τοῦ Ξενοφῶντος] D.H.Pomp.4
;ὁ τ. τῆς γραφῆς Longin.
ap. Porph. Plot.19;ὁ τ. ὁ πολιτικός Hermog.Id.2.11
; οὐδ' ἀληθινοῦ τύπου μέτεστι τῷ ἀνδρί ibid.;ὁ διὰ τῶν συμβόλων προτρεπτικὸς τ. Iamb.Protr.21
;ὁ αἰνιγματώδης τ. Id.VP23.103
.4 Gramm., mode of formation, form,τ. πατρωνυμικῶν D.T.634.29
;τ. παθητικός A.D.Synt.278.25
.VII archetype, pattern, model, capable of exact repetition in numerous instances,αὑτὸν ἐκμάττειν.. εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τ. Pl.R. 396e
; οἰκισταῖς (sc. πόλεως) τοὺς μὲν τ. προσήκει εἰδέναι, ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς.., οὐ μὴν αὐτοῖς γε ποιητέον μύθους·.. οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν; ib. 379a, cf. 380c.2 character recognizable in a number of instances, general character, type, πάντα ὅσα τοῦ τ. ; ;τοῦτον τὸν τ. ἔχοντα Id.Phlb. 51d
.3 type or form of disease (esp. fever) with reference to the order and spacing of its attacks and intervals, Gal.7.463, cf. 475,490,512.VIII general impression, vague indication, γίνεται ἀμυδρὸς ὁ τ. τῆς ῥάχεως (in the foetus) Diocl.Fr.175; τ. ἀμυδροί, opp. ἀκριβὲς εἶδος, Gal.6.5; ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος as long as there is an approximate indication of the thing, Pl.Cra. 432e; of the general type or schema corresponding with a name, Epicur.Fr. 255.2 outline, sketch, general idea,ὅσον τοὺς τ. ὑφηγεῖσθαι Pl.R. 403e
;περιγραφὴ καὶ τύποι Id.Lg. 876e
;ἔχεις τὸν τ. ὧν λέγω Id.R. 491c
;τοὺς τ. μόνον εἰπόντες περὶ αὐτῶν Arist.Pol. 1341b31
;ἐξηγεῖσθαι τύποις Pl.Lg. 816c
;ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν Isoc.15.186
, cf. Phld.Rh.2.166 S.;ὁ τ. τῆς ὅλης πραγματείας Epicur.Ep.1p.3U.
; pl., ib.p.4 U.;δέονται.. ὑγρᾶς διαίτης, ἧς τὸν τ. ἀρτίως ὑπέγραψα Gal.6.397
; τύπῳ, ἐν τύπῳ, in outline, in general,ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας, εἰρῆσθαι Pl.R. 414a
; ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς ib. 559a; ;τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς Arist.EN 1104a1
; παχυλῶς καὶ τ. ἐνδείκνυσθαι ib. 1094b20; τ. καὶ ἐπὶ κεφαλαίου λέγομεν ib. 1107b14;ὡς ἐν τ. Id.Pol. 1323a10
; ὅσον τύπῳ in outline only, Id.Top. 101a22;ὡς τύπῳ λαβεῖν Thphr.Char.1.1
.3 outline,ταῦτα ὅσα εἴρηται καθάπερ ἐν γραφαῖς ἀχρόοις γραμμῇ μόνῃ τύποι ἀνδρῶν εἰκασμένοι εἰσί Adam.2.61
.IX prescribed form, model to be imitated,ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τ. τοῦ ἐπιμελέος Democr.228
;οὗτος.. εἷς ἂν εἴη τῶν περὶ θεοὺς νόμων καὶ τύπων, ἐν ᾧ δεήσει τοὺς λέγοντας λέγειν καὶ τοὺς ποιοῦντας ποιεῖν Pl.R. 380c
, cf. 383c; ἐν τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα ib. 398b; εἰς ἀρχήν τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης ib. 443c;τ. εὐσεβείας.. παισὶν.. ἐκτέθεικα OGI383.212
(Nemrud Dagh, i B. C.);ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπον πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ 1 Ep.Thess.1.7
;κατὰ τὸν τ. τὸν δεδειγμένον σοι LXX Ex.25.39(40)
, cf. Act.Ap.7.44.2 general instruction,δόντες τοὺς τ. τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, ἐξέπεμπον τοὺς δέκα Plb.21.24.9
; general principle in law,τ. ἐστὶν καθ' ὃν ἔκρεινα πολλάκις PRyl.75.8
(ii A. D.).b rule of life, religion, ἐξεταστέον ποταπῷ χρῆται τύπῳ ὁ νοσῶν (e. g. whether Jewish or Egyptian) Erot.Fr.33.3 rough draft of a book,βιβλίον γεγραμμενον ἐν τύποις Gal.18(2).875
, cf. 15.587,624, Anon. ap.Phot.Bibl.p.491 B.; draft of an official letter, τύπον ποιεῖ he drafted a letter, UPZ14.135 (ii B. C.);τ. χειρογραφίας PMich.Teb. 123r
ii 38 (i A. D.); τ. ἐπιστολικοί models of letters, Epist.Charact. tit.4 form of a document,ἔστιν δὲ ὁ τ. τῆς εἰθισμένης διαγραφῆς ὁ ὑποκείμενος PMich.Zen. 9v
.3 (iii B. C.);σωματισθῆναι.. τύπῳ τῷδε· τί ἑκάστῳ ὑπάρχει κτλ. POxy.1460.12
(iii A. D.);κατὰ τὸν αὐτὸν τ. PFlor. 279.16
(vi A. D.).5 text of a document,ὁ μὲν τῆς ἐπιστολῆς τ. οὕτως ἐγέγραπτο LXX 3 Ma.3.30
, cf. Aristeas 34, Act.Ap.23.25, prob. cj. in LXX 1 Ma.15.2.6 written decision, θεῖος τ. an imperial rescript, Cod.Just. 1.2.20, al., Just.Nov. 113 tit., cf. PMasp.32.41 (vi A. D.); αἰτῆσαι θεῖον καὶ πραγματικὸν τ. Mitteis Chr.319.47 (vi A. D.); given by a bishop, Sammelb.7449.14 (v A. D.); by the ἔκδικος, PSI9.1075.11 (v A. D.); by others,χρὴ.. δοῦναι τ. εἰς τὴν συγχώρησιν POxy.1911.145
(vi A. D.): in pl., of the acta of a πάγαρχος, ib.1829.2, 12 (vi A. D.).X as law-term, summons, writ,οἱ τ. γράμμα εἰσὶν ἀγορᾶς, ἐρήμην ἐπαγγέλλον τῷ οὐκ ἀποδιδόντι Philostr.VS1.25.9
;δίκης λῆξις εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος τ. Poll.8.29
. -
4 δίκη
A custom, usage, αὕτη δ. ἐστὶ βροτῶν this is the way of mortals, Od.11.218;ἡ γὰρ δ. ἐστὶ γερόντων 24.255
, etc.;ἥ τ' ἐστὶ δ. θείων βασιλήων 4.691
;ἡ γὰρ δμώων δ. ἐστίν 14.59
, etc.; ἡ γὰρ δ., ὁππότε .. this is always the way, when.., 19.168 (so in late Prose,ἥπερ ἱππομαχίας δ. Arr.An.3.15.2
); δίκαν ἐφέπειν τινός to imitate him, Pi.P.1.50; δ. ἐπέχειν τινός to be like.., Anon.Lond.6.18; normal course of nature,ἐκ τουτέων ὁ θάνατος οὐ γίνεται κατά γε δίκην, οὐδ' ἢν γένηται Hp.VC3
: hence,2 adverb. in acc. δίκην, in the way of, after the manner of, c. gen.,λύκοιο Pi.P.2.84
; ; ; in later Prose, Arist.Mu. 395b22, Luc. Dem.Enc.31, Alciphr.1.6, etc.: mostly of living creatures or persons, but also of things, as δίκην ὕδατος, ἀγγείου, A.Th.85 (lyr.), Pl. Phdr. 235d.II order, right, μή τι δίκης ἐπιδευές nothing short of what is fit, Il.19.180; opp. βία, might, 16.388; opp. σχέτλια ἔργα, Od.14.84; personified, Hes.Th. 902, A.Th. 662, etc.;Δίκης βωμός Id.Ag. 383
(lyr.), Eu. 539 (lyr.); Truth, Pi.P.8.71.3 Adverb. usages, duly, rightly,Il.
23.542, Pl.Criti. 112e;ἐν δίκᾳ Pi.O.6.12
, cf.S.Tr. 1069, etc.;σὺν δίκῃ Thgn.197
, Pi.P.9.96, A.Th. 444, etc.;κατὰ δίκην Hdt. 7.35
, E.Tr. 888, etc.;μετὰ δίκης Pl.Lg. 643e
;πρὸς δίκης S.OT 1014
, El. 1211 (but πρὸς δίκας on the score of justice, Id.OC 546 (lyr.));διαὶ δίκας A.Ch. 641
;ἐκ δίκης Herod.4.77
: opp.παρὰ δίκαν Pi.O.2.18
, etc.;ἄνευ δίκης A.Eu. 554
;πέρα δίκης Id.Pr.30
; (lyr.); δίχα δίκης without trial, Plu.Ages.32; πρὸ δίκης in preference to legal proceedings, Th.1.141.III judgement, δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν give judgement most righteously (cf. ἰθύς), Il.18.508: esp. in pl., ;περὶ οἶδε δίκας Od.3.244
, etc.;δίκαι σκολιαί Hes.Op. 219
, 250;κρῖνε εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
.IV after Hom., of proceedings instituted to determine legal rights, hence,1 lawsuit, Pl.Euthphr.2a, D.18.210, etc.; prop. private suit or action, opp. γραφή (q. v.), Lys.1.44, etc.;ἐκαλοῦντο αἱ γραφαὶ δίκαι, οὐ μέντοι αἱ δίκαι καὶ γραφαί Poll.8.41
; οἱ δίκην ἔχοντες the parties to a suit, IG7.21.8 ([place name] Megara), cf. Plu.Cic. 17.2 trial of the case,πρὸ δίκης Is.5.10
, etc.;μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι Th.2.53
; court by which it was tried, .b δίκην εἰπεῖν to plead a cause, X.Mem.4.8.1;δ. μακρὰν λέγειν Ar.V. 776
, cf. Men.Epit.12.3 the object or consequence of the action, atonement, satisfaction, penalty, δίκην ἐκτίνειν, τίνειν, Hdt.9.94, S.Aj. 113: adverbially in acc.,τοῦ δίκην πάσχεις τάδε; A.Pr. 614
; freq. δίκην or δίκας διδόναι suffer punishment, i. e. make amends (but δίκας δ., in A.Supp. 703 (lyr.), to grant arbitration);δίκας διδόναι τινί τινος Hdt.1.2
, cf. 5.106; , etc.; also ἀντί or ὑπέρ τινος, Ar.Pl. 433, Lys.3.42; also δίκην διδόναι ὑπὸ θεῶν to be punished by.., Pl. Grg. 525b; but δίκας ἤθελον δοῦναι they consented to submit to trial, Th.1.28; δίκας λαμβάνειν sts. = δ. διδόναι, Hdt.1.115;δίκην ἀξίαν ἐλάμβανες E.Ba. 1312
, Heracl. 852; more freq. its correlative, inflict punishment, take vengeance, Lys.1.29, etc.;λαβεῖν δίκην παρά τινος D.21.92
, cf.9.2, etc.; so δίκην ἔχειν to have one's punishment, Antipho 3.4.9, Pl.R. 529c (but ἔχω τὴν δ. have satisfaction, Id.Ep. 319e;παρά τινος Hdt.1.45
); δίκας or δίκην ὑπέχειν stand trial, Id.2.118, cf. S. OT 552;δίκην παρασχεῖν E.Hipp.50
; θανάτου δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος to incur the death penalty, Pl.Ap. 39b;δίκας λαγχάνειν τινί D.21.78
; δίκης τυχεῖν παρά τινος ib.142; δίκην ὀφείλειν, ὀφλεῖν, Id.21.77, 47.63;ἐρήμην ὀφλεῖν τὴν δ. Antipho 5.13
; δίκην φεύγειν try to escape it, be the defendant in the trial (opp. διώκειν prosecute), D. 38.2; δίκας αἰτέειν demand satisfaction, τινός for a thing, Hdt.8.114;δ. ἐπιτιθέναι τινί Id.1.120
; τινός for a thing, Antipho 4.1.5;δίκαι ἐπιφερόμεναι Arist.Pol. 1302b24
;δίκας ἀφιέναι τινί D.21.79
; δίκας ἑλεῖν, v. ἔρημος 11; δίκην τείσασθαι, v. τίνω 11;δὸς δὲ δίκην καὶ δέξο παρὰ Ζηνί h.Merc. 312
; δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' ἀλλήλων, of communities, submit causes to trial, Hdt.5.83;δίκην δοῦναι καὶ λαβεῖν ἐν τῷ δήμῳ X.Ath.1.18
, etc.; δίκας δοῦναι καὶ δέξασθαι submit differences to a peaceful settlement, Th.5.59.V Pythag. name for three, Plu.2.381f, Theol.Ar.12; for five, ib.31. (Cf. Skt. diś-, diśā 'direction', 'quarter of the heavens'.) -
5 ΔΊΚη
ΔΊΚη, ἡ, die Sitte, der Brauch, die Weise, das Recht; wahrscheinlich verwandt mit δείκνυμι, Wurzel Δικ-, vgl. das Latein. indĭco, dīco. – 1) die Sitte, der Brauch, die Weise, das Herkommen : ἥ τ' ἐστὶ δίκη βασιλήων Od. 4, 691; αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, ὅτε κέν τε ϑάνωσιν, das ist die Art und Weise, das Geschick der Sterblichen, 11, 218; δίκη δμώων, μνηστήρων, ϑεῶν, γερόντων, das eigenthümlich, herkömmlich den Sklaven, Greifen etc. Zukommende, Od. 14, 59. 18, 275. 19, 43. 24, 255; ἡ γὰρ δίκη, ὁππότε, so pflegt es zu gehen, wenn, 19, 168; ᾗπερ ἱππομαχίας δίκη Arr. An. 3, 15, 2. – Dah. δίκην, adv., nach Art u. Weise, wie; bes. bei Vergleichen mit lebenden Wesen, λακοιο δίκαν, wie ein Wolf, nach Wolfesart, Pind. P. 2, 84, der vollständiger τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύϑη 1, 50 sagt, Schol. τρόπον μετερχόμενος seine Weise befolgend, wie Philoktet; κυνός, ἀγγέλου, ναυτίλων, Aesch. Ag. 3 Ch. 193. 200; πώλου δ. Soph. frg. 597; πολεμίων Eur. Hec. 1162; ὄρνιϑος, βοσκημάτων, τοξότου, Plat. Phaedr. 249 d Rep. IX, 586 a Legg. IV, 705 e; seltener bei leblosen Dingen, wie ὕδατος, ὀνειράτων, κύματος, Aesch. Spt. 85 Ag. 477. 1154; ἀγγείου δίκην πεπληρῶσϑαι Plat. Phaedr. 255 d; κρατῆρος δ. Legg. VI, 773 c; τυμπάνων Strab. XI p. 506; – κατά γε δίκην, Hippocr., gehörig. – 2) die Gerechtigkeit, personificirt als T. des Zeus u. der Themis, Hes. To. 902 u. a. D., bes. Tragg.; das göttliche u. menschliche Recht, ϑεῶν, δαιμόνων, Soph. Ant. 366. 912; der βία entgegengesetzt, Il. 16, 388; vgl. Od. 14, 84; Hes. O. 973; δίκης ἐπιδευές, des Rechts ermangelnd, es entbehrend, Il. 19, 180; δίκην ἰϑαντατα εἰπεῖν, am besten Recht sprechen, 18, 508; δίκας λαοῖς εὐϑανειν Pind. P. 4, 153; πειραίνειν I. 7, 24; δίκην παραβαίνειν, μιαίνειν, Aesch. Ag. 763. 1654; ἔξω τῆς δίκης βαίνειν Plat. Legg. IX, 876 e; vgl. Eur. Andr. 788. – Als adverbiale Vrbdgn merke man: ἐν δίκῃ, im Recht, gerecht; Soph. Tr. 1 958; Pind. Ol. 6, 12 u. öfter; Plat. Phaedr. 266 a Legg. XII, 945 d; σὺν δίκῃ, Aesch. Spt. 426; Soph. Tr. 978; Pind. P. 9, 99; Her. 1, 115; und eben so δίκῃ, Il. 23, 549; Soph. El. 70, öfter; Plat. Critia. 112 e; μετὰ δίκης, Legg. I, 643 e; κατὰ δίκην, Eur. Tr. 887; Plat. Legg. III, 696 d; διὰ δίκης πᾶν ἔπος ἔλακον Aesch. Ch. 776; πρὸς δίκης, Soph. Bl. 1202; der Ggstz ist παρὰ δίκην, Pind. Ol. 2, 18 I. 6, 47; Plat. Legg, VI, 757 e; ἄνευ δίκης, Aesch. Eum. 554; ἄτερ δίκης, Suppl. 703; βίᾳ δίκης, 430; πέρα δίκης, Soph. El. 511; δίχα δίκης, Plut. Ages. 32. – Im plur. bei Hom. = Rechtspflege; Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σϑένεϊ ᾡ, Il. 16, 542; (Νέστωρ) πηρίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Od. 3, 244; vgl. 9, 215. 11, 570. So δίκαι σκολιαί, ungerechte Verwaltung des Rechts, Hes. O. 217. – 3) Rechtsfache, Proceß; δίκην κρίνειν, Aesch. Eum. 411. 446; Soph. Phil. 1850 u. A.; δίκην δικάζειν, Her. 3, 31 u. Folgde; δίκην κατ' ἄλλου ἀνδρὸς ἐψήφισαν Soph. Ai. 444; διὰ δίκης ἰὼν πατρί, anklagend, Ant. 738; die Vrbdgn ἐς δίκην ἄγειν, δίκην λαγχάνειν, αἱρεῖν, διώκειν, φεαγειν, ἐπεξέρχεσϑαι s. unker diesen Verbis; δίκην ἔχειν, einen Proceß haben, verklagt sein, Plut. Mar. 6; – die Proceßhandlung selbst, τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης Plat. Phaed. 58 b; πρὸ δίκης, von gerichtlicher Entscheidung, Is. 5, 10; Plut. Fab. 9; μετὰ τὴν δίκην, Is. 5, 9; δίκη γίγνεται, die Sache kommt zur richterlichen Entscheidung, Thuc. 2, 53; – δίκην μακρὰν λέγειν Ar. Vesp. 777, wie oft bei Rednern; Xen. Mem. 4, 8, 1 δίκην εἰπεῖν, causam dicere, seine Sache vor Gericht führen. – Bei den Athenern ist δίκη in engerem Sinne u. im Ggstz von γρᾳφή = die Privatklage. Vgl. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 165 ff, – 4) die richterliche Entscheidung, Strafe, Buße; am gewöhnlichsten δίκην δοῠναι, Aesch. Prom. 9 Soph. Ant. 228 Her. 1. 2 u. A., die Strafe leiden, die Buße entrichten; auch ὑφέξειν, Soph. O. R. 552; Eur. Hec. 1253; τίνειν, Soph. El. 290; ἐκτίνειν, Her. 9, 94; Plat. Phaedr. 249 a; auch im plur., τίνεις ματρὸς δίκας Aesch. Or. 530; δίκην διδόναι ὑπό τινος, bestraft werden, Plat. Gorg. 525 b; δίκην διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' ἀλλήλων Her. 5, 88, allgemeiner, Recht geben u. empfangen; bes. von den athenischen Bundesgenossen, welche nach Athen kamen u. dort ihre Processe führen u. entscheiden lassen mußten, wie δίκας διδόναι ἤϑελον παρά τινι, sich einem Gerichte unterziehen, Thuc. 1, 28; δίκας τῶν διαφόρων ἀλλήλοις διδόναι καὶ δέχεσϑαι 1, 140. Aber Her. 1, 115 ist δίκην ἔλαβε er erhielt seine Strafe; – αἰτεῖν δίκην τῆς ἁρπαγῆς, φυγῆς, τοῦ φόνου, 1, 2. 4, 164. 8, 114; δίκην ἑλέσϑαι, ἔχειν, Genugthuung erhalten, haben, 9, 94; δίκην ἐπιϑεῖναι, ὀφλεῖν u. ä. s. unter den entsprechenden Verbis.
-
6 ταμιεύω
A , Is.6.61, etc.: [tense] pf.τεταμίευκα D.S.37.8
:—[voice] Med., [tense] fut.- εύσομαι D.H.1.82
: [tense] aor.ἐταμιευσάμην D.S.4.12
, Luc.Im.21:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐταμιεύθην Ph.2.539
: [tense] pf.τεταμίευμαι Lys.30.3
codd., Plu.2.157a; in med. sense, Hyp.Dem.Fr.4:—to be treasurer, paymaster, controller, IG12.467;οὐκέτι ἐμοὶ ταμιεύσεις Ar.Eq. 948
, cf. 959, D.24.129;σὺ γὰρ ταμιεύουσ' ἔτυχες Ar.V. 964
;τ. καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχειν Arist.Pol. 1282a31
: c. gen., τῆς Παράλου τ. to be paymaster of.., D. 21.173;προσόδων Inscr.Délos 439a18
(ii B.C.);τ. στρατιωτικῶν Plu. 2.842f
:—[voice] Med.,αὐταῖς ταμιεύεσθαι Ar.Th. 419
(cod. R, ταμιεῦσαι καὶ Reiske), cf. Ec. 600 (anap.).2 at Rome, to be quaestor, D.S.37.8, IG14.751 ([place name] Naples), Plu.Num.9, App.BC1.77, etc.II trans., deal out, dispense, Pl.R. 465c:—[voice] Med.,τὰ τίμια ἐκ τῆς ψυχῆς ταμιεύομαι X.Smp.4.41
; τ. μικρὰς τὰς ψωμίδας, of a bird feeding, Arist.Fr. 348:— [voice] Pass., ; τοὺς νόμους τεταμιεύμεθα we have the laws dealt out, Lys.30.3 (nisi leg. ἐταμιευόμεθα); [ὕδωρ] ἐξ ἀγγείου ταμιευόμενον Arist.Mete. 353b21
, cf. GA 770a21; of a patient's drinks,ὕστερον -έσθω Aët.9.30
.2 manage, control, [ταμίαι] ταμιευόντων ἐμ πόλει ἐν τῷ ὀπισθοδόμῳ τὰ τῶν θεῶν χρήματα IG12.91.15
;τὰ τῆς πόλεως Lys.21.14
; of keeping house, regulate, manage, Ar.Av. 1538, Lys. 493:—[voice] Med.,τὸ ἀργύριον.. τοὺς ἱεροποιοὺς ἐμ πόλει ταμιεύεσθαι IG12.6.121
.3 store up, Ζηνὸς ταμιεύεσκε γονάς she was the depository of it, S.Ant. 949 (lyr.):—[voice] Med., Arist.HA 615b23:—[voice] Pass., c. dat., to be held in trust for,Δωριεῖ λαῷ Pi.O.8.30
; to be stored or saved up for, ταμιεύεταί σοι Ῥοδιακοῦ (sc. μέλιτος ἡμικάδιον) ά PCair.Zen.680.14 (iii B.C.).4 metaph., husband,ἰσχύν Hp. Art.47
:—[voice] Med., οὐκ ἔστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ἐς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν control the limits to which we mean to extend our sway, Th.6.18;ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὁπόσοις ἂν βουλοίμεθα μάχεσθαι X.An.2.5.18
, cf. Eq.Mag.7.11, Cyr.3.3.47, 4.1.18; ταμιεύεσθαι τὴν τύχην, τὸν καιρόν, make the best use of fortune or the time, D.H.1.65,82; ἐς τὴν αὔριον ταμιεύεσθαι τὸ μῖσος lay it by.., Luc.Prom.8; ταμιεύεσθαί τινα τῶν ῥητῶν εἰς τὸ Περὶ ἔθους γραφησόμενον ἡμῖν save up.., Gal.19.219; τῶν θεῶν ταμιευσαμένων εἰς τοῦτον τὸν ἱερώτατον καιρὸν τὴν τῆς οἰκουμένης ἀσφάλειαν having preserved.., OGI669.9 = BGU1563.26 (i A.D.).b [voice] Med., c. gen., regulate in amount, exercise control over,τοῦ πνεύματος Arist.GA 788a32
, cf. Plu.2.131d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταμιεύω
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ηρακλείου — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου (Ξανθουδίδου 1, Hράκλειο) είναι ένα από τα πιο πλούσια και σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία της Eλλάδας. Στις αίθουσές του εκτίθενται ευρήματα από την προϊστορική ως τη ρωμαϊκή εποχή, που προέρχονται από ανασκαφές… … Dictionary of Greek
Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… … Dictionary of Greek
ανεύρυσμα — Κοιλότητα με δικά της τοιχώματα συνεχόμενα με τα τοιχώματα κυκλοφορικού αγγείου, συνήθως αρτηρίας. Μορφολογικά, τα α. διακρίνονται σε ατρακτοειδή, όταν εμφανίζονται ως διάταση μιας ολόκληρης κυκλικής περιοχής τμήματος αρτηρίας, και σακοειδή, όταν … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… … Dictionary of Greek
σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ναυπλίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, της πλατείας Συντάγματος. Το τριώροφο κτίριο που στεγάζει το μουσείο χτίστηκε το 17ο αι., στη διάρκεια της Ενετοκρατίας, και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήρας — Το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο Θήρας ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αι., για να στεγάσει τα πλούσια ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές που διενεργούνταν στην αρχαία Θήρα από το 1896. Το κτίριο του πρώτου μουσείου καταστράφηκε από το μεγάλο… … Dictionary of Greek